στερέωση — η / στερέωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, σταθεροποίηση, παγίωση, εδραίωση, στέριωμα νεοελλ. 1. (υφαντ.) διαδικασία που εφαρμόζεται στα μάλλινα υφάσματα για τη διατήρηση τών νημάτων στις θέσεις που τούς… … Dictionary of Greek
στερέωση — η το να γίνει κάτι στερεό, ανθεκτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεώσῃ — στερεώσηι , στερέωσις making firm fem dat sg (epic) στερεόω make firm aor subj mid 2nd sg στερεόω make firm aor subj act 3rd sg στερεόω make firm fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεωτικός — ή, ό / στερεωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στερρωτικός ΜΑ [στερεῶ, ώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην στερέωση νεοελλ. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερεωτικά ονομασία ουσιών που χρησιμοποιοῡνται: α) στη βαφική, για να… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
στερέωμα — το 1. σταθεροποίηση, στερέωση: Δεν έγινε καλά τοστερέωμα αυτής της κολόνας. 2. μέσο για στερέωση: Έβαλαν στερεώματα στον ετοιμόρροπο τοίχο. 3. ουρανός: Λάμπουν τα αστέρια στο στερέωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… … Dictionary of Greek
ένδεση — η (AM ἔνδεσις, η) νεοελλ. 1. εσωτερική σύνδεση 2. ενδέτης αρχ. 1. (για οστά) συναρμολόγηση, συνάρθρωση 2. στερέωση ενός αντικειμένου με πρόσδεση 3. η συναρμογή τού εποικοδομήματος με τη βάση 4. εμπλοκή, ταραχή … Dictionary of Greek
ένδεσμος — ο (AM ἔνδεσμος) ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ. νεοελλ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση τού κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους… … Dictionary of Greek
έρμασις — ἕρμασις, δωρ. τ. ἕρμασσις ἡ (Α) [ερμάζω] η υποστήριξη, η στερέωση … Dictionary of Greek